Ορτυγία

Ορτυγία
Ονομασία διαφόρων περιοχών, νησιών και χωρών της αρχαιότητας. 1. Αρχαιότατη ονομασία περιοχής της Αιτωλίας. 2. Παλαιότερη ονομασία της Δήλου, όπου γεννήθηκε η Άρτεμη, η οποία επονομαζόταν Ορτυγία. 3. Νησί απέναντι από τις Συρακούσες, στο oποίο, σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκαν ο Απόλλωνας και η Άρτεμη. 4. Μία από τις δεκατρείς ονομασίες της Λιβύης. 5. Μυθική χώρα, που αναφέρεται από τον Όμηρο. Στη χώρα αυτή, λέγεται ότι η Άρτεμη σκότωσε τον Ωρίωνα.
* * *
Ὀρτυγία και επικ. τ. Ὀρτυγίη, ἡ (Α) [όρτυξ, -υγος]
1. ονομασία τής νήσου Δήλου, αλλά και άλλων περιοχών τής Ελλάδας
2. προσωνυμία τής Αρτέμιδος
3. ονομασία μικρού νησιού μπροστά στην πόλη τών Συρακουσών, το οποίο ονομαζόταν και Νᾱσος
4. ονομασία άλσους κοντά στην Έφεσο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὀρτυγία — Ὀρτυγίᾱ , Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc/acc dual Ὀρτυγίᾱ , Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρτυγίᾳ — Ὀρτυγίαι , Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc pl Ὀρτυγίᾱͅ , Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρτύγια — ὀρτύγιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρτυγίας — Ὀρτυγίᾱς , Ὀρτυγία Quail island fem acc pl Ὀρτυγίᾱς , Ὀρτυγία Quail island fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρτυγίαι — Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc pl Ὀρτυγίᾱͅ , Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ортигия — (Όρτυγία; буквально местность перепелов) название нескольких местностей в древней географии. 1) Этим именем назывался в древности о в Делос, почему и родившаяся здесь Артемида получила эпитет Όρτυγία. 2) Лежащий напротив Сиракуз остров (Νάσος),… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ὀρτυγίαν — Ὀρτυγίᾱν , Ὀρτυγία Quail island fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρτυγίαις — Ὀρτυγία Quail island fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρτυγίη — Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρτυγίην — Ὀρτυγία Quail island fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”